- πρωτευουσιάνος, -α, -ικο
- ο κάτοικος της πρωτεύουσας ή αυτός που κατάγεται από την πρωτεύουσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρωτευουσιάνος — α, ικο, Ν 1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την πρωτεύουσα 2. ο κάτοικος τής πρωτεύουσας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτεύουσα + κατάλ. ιάνος (πρβλ. ζητ ιάνος, καθαρευ ουσ ιάνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek